Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προαπολαύω
προαπολείπω
προαπολεπίζω
προαπολήγω
προαπολιλνώσκω
προαπόλλυμι
προαπολύω
προαπομισθόω
προαπονίπτω
προαπονυχίζω
προαποξηραίνω
προαποξυρέω
προαποξύω
προαποπαύω
προαποπέμπω
προαποπίπτω
προαποπληρόω
προαποπλύνω
προαποπνέω
προαποπνίγομαι
προαπόπτωτος
View word page
προαποξηραίνω
dry beforehand

ShortDef

dry beforehand

Debugging

Headword:
προαποξηραίνω
Headword (normalized):
προαποξηραίνω
Headword (normalized/stripped):
προαποξηραινω
IDX:
73009
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73010
Key:

Data

{'content': 'dry beforehand'}