Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προαπολαμβάνω
προαπολαύω
προαπολείπω
προαπολεπίζω
προαπολήγω
προαπολιλνώσκω
προαπόλλυμι
προαπολύω
προαπομισθόω
προαπονίπτω
προαπονυχίζω
προαποξηραίνω
προαποξυρέω
προαποξύω
προαποπαύω
προαποπέμπω
προαποπίπτω
προαποπληρόω
προαποπλύνω
προαποπνέω
προαποπνίγομαι
View word page
προαπονυχίζω
cut a finger-nail first

ShortDef

cut a finger-nail first

Debugging

Headword:
προαπονυχίζω
Headword (normalized):
προαπονυχίζω
Headword (normalized/stripped):
προαπονυχιζω
IDX:
73008
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73009
Key:

Data

{'content': 'cut a finger-nail first'}