Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προαποκρίνομαι
προαποκτείνω
προαπολαμβάνω
προαπολαύω
προαπολείπω
προαπολεπίζω
προαπολήγω
προαπολιλνώσκω
προαπόλλυμι
προαπολύω
προαπομισθόω
προαπονίπτω
προαπονυχίζω
προαποξηραίνω
προαποξυρέω
προαποξύω
προαποπαύω
προαποπέμπω
προαποπίπτω
προαποπληρόω
προαποπλύνω
View word page
προαπομισθόω
let out for hire before

ShortDef

let out for hire before

Debugging

Headword:
προαπομισθόω
Headword (normalized):
προαπομισθόω
Headword (normalized/stripped):
προαπομισθοω
IDX:
73006
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73007
Key:

Data

{'content': 'let out for hire before'}