Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προαποκληρόομαι
προαποκλύζω
προαποκόπτω
προαποκρίνομαι
προαποκτείνω
προαπολαμβάνω
προαπολαύω
προαπολείπω
προαπολεπίζω
προαπολήγω
προαπολιλνώσκω
προαπόλλυμι
προαπολύω
προαπομισθόω
προαπονίπτω
προαπονυχίζω
προαποξηραίνω
προαποξυρέω
προαποξύω
προαποπαύω
προαποπέμπω
View word page
προαπολιλνώσκω
despair beforehand

ShortDef

despair beforehand

Debugging

Headword:
προαπολιλνώσκω
Headword (normalized):
προαπολιλνώσκω
Headword (normalized/stripped):
προαπολιλνωσκω
IDX:
73003
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73004
Key:

Data

{'content': 'despair beforehand'}