Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προαποκλείω
προαποκληρόομαι
προαποκλύζω
προαποκόπτω
προαποκρίνομαι
προαποκτείνω
προαπολαμβάνω
προαπολαύω
προαπολείπω
προαπολεπίζω
προαπολήγω
προαπολιλνώσκω
προαπόλλυμι
προαπολύω
προαπομισθόω
προαπονίπτω
προαπονυχίζω
προαποξηραίνω
προαποξυρέω
προαποξύω
προαποπαύω
View word page
προαπολήγω
cease first

ShortDef

cease first

Debugging

Headword:
προαπολήγω
Headword (normalized):
προαπολήγω
Headword (normalized/stripped):
προαποληγω
IDX:
73002
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73003
Key:

Data

{'content': 'cease first'}