Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προαπόκειμαι
προαποκινδυνεύω
προαποκλείω
προαποκληρόομαι
προαποκλύζω
προαποκόπτω
προαποκρίνομαι
προαποκτείνω
προαπολαμβάνω
προαπολαύω
προαπολείπω
προαπολεπίζω
προαπολήγω
προαπολιλνώσκω
προαπόλλυμι
προαπολύω
προαπομισθόω
προαπονίπτω
προαπονυχίζω
προαποξηραίνω
προαποξυρέω
View word page
προαπολείπω
to fail before
ShortDef
to fail before
Debugging
Headword:
προαπολείπω
Headword (normalized):
προαπολείπω
Headword (normalized/stripped):
προαπολειπω
IDX:
73000
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73001
Key:
Data
{'content': 'to fail before'}