Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προαποκάμνω
προαπόκειμαι
προαποκινδυνεύω
προαποκλείω
προαποκληρόομαι
προαποκλύζω
προαποκόπτω
προαποκρίνομαι
προαποκτείνω
προαπολαμβάνω
προαπολαύω
προαπολείπω
προαπολεπίζω
προαπολήγω
προαπολιλνώσκω
προαπόλλυμι
προαπολύω
προαπομισθόω
προαπονίπτω
προαπονυχίζω
προαποξηραίνω
View word page
προαπολαύω
to enjoy beforehand

ShortDef

to enjoy beforehand

Debugging

Headword:
προαπολαύω
Headword (normalized):
προαπολαύω
Headword (normalized/stripped):
προαπολαυω
IDX:
72999
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73000
Key:

Data

{'content': 'to enjoy beforehand'}