Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄγρη
ἄγρηθεν
ἀγρηνόν
ἀγριαίνω
ἀγριάνθρωπος
ἀγριάς
ἀγριαχράς
ἀγριάω
ἀγρίδιον
ἀγριελαία
ἀγριελάινος
ἀγριέλαιος
ἀγριεύω
ἀγρίζω
ἀγριμαῖος
ἀγριμέλισσα
ἀγριοαππίδιον
ἀγριοβάλανος
ἀγριόβουλος
ἀγριοδαίτης
ἀγριόεις
View word page
ἀγριελάινος
of wild olive
ShortDef
of wild olive
Debugging
Headword:
ἀγριελάινος
Headword (normalized):
ἀγριελάινος
Headword (normalized/stripped):
αγριελαινος
IDX:
729
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-730
Key:
Data
{'content': 'of wild olive'}