Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προαποκαθίσταμαι
προαποκάμνω
προαπόκειμαι
προαποκινδυνεύω
προαποκλείω
προαποκληρόομαι
προαποκλύζω
προαποκόπτω
προαποκρίνομαι
προαποκτείνω
προαπολαμβάνω
προαπολαύω
προαπολείπω
προαπολεπίζω
προαπολήγω
προαπολιλνώσκω
προαπόλλυμι
προαπολύω
προαπομισθόω
προαπονίπτω
προαπονυχίζω
View word page
προαπολαμβάνω
receive before

ShortDef

receive before

Debugging

Headword:
προαπολαμβάνω
Headword (normalized):
προαπολαμβάνω
Headword (normalized/stripped):
προαπολαμβανω
IDX:
72998
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72999
Key:

Data

{'content': 'receive before'}