Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προαποικίζομαι
προαποκαθίσταμαι
προαποκάμνω
προαπόκειμαι
προαποκινδυνεύω
προαποκλείω
προαποκληρόομαι
προαποκλύζω
προαποκόπτω
προαποκρίνομαι
προαποκτείνω
προαπολαμβάνω
προαπολαύω
προαπολείπω
προαπολεπίζω
προαπολήγω
προαπολιλνώσκω
προαπόλλυμι
προαπολύω
προαπομισθόω
προαπονίπτω
View word page
προαποκτείνω
to kill beforehand

ShortDef

to kill beforehand

Debugging

Headword:
προαποκτείνω
Headword (normalized):
προαποκτείνω
Headword (normalized/stripped):
προαποκτεινω
IDX:
72997
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72998
Key:

Data

{'content': 'to kill beforehand'}