Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προαποθρηνέω
προαποικίζομαι
προαποκαθίσταμαι
προαποκάμνω
προαπόκειμαι
προαποκινδυνεύω
προαποκλείω
προαποκληρόομαι
προαποκλύζω
προαποκόπτω
προαποκρίνομαι
προαποκτείνω
προαπολαμβάνω
προαπολαύω
προαπολείπω
προαπολεπίζω
προαπολήγω
προαπολιλνώσκω
προαπόλλυμι
προαπολύω
προαπομισθόω
View word page
προαποκρίνομαι
answer first

ShortDef

answer first

Debugging

Headword:
προαποκρίνομαι
Headword (normalized):
προαποκρίνομαι
Headword (normalized/stripped):
προαποκρινομαι
IDX:
72996
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72997
Key:

Data

{'content': 'answer first'}