Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προαποθνῄσκω
προαποθρηνέω
προαποικίζομαι
προαποκαθίσταμαι
προαποκάμνω
προαπόκειμαι
προαποκινδυνεύω
προαποκλείω
προαποκληρόομαι
προαποκλύζω
προαποκόπτω
προαποκρίνομαι
προαποκτείνω
προαπολαμβάνω
προαπολαύω
προαπολείπω
προαπολεπίζω
προαπολήγω
προαπολιλνώσκω
προαπόλλυμι
προαπολύω
View word page
προαποκόπτω
cut off before
ShortDef
cut off before
Debugging
Headword:
προαποκόπτω
Headword (normalized):
προαποκόπτω
Headword (normalized/stripped):
προαποκοπτω
IDX:
72995
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72996
Key:
Data
{'content': 'cut off before'}