Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προαποθησαυρίζω
προαποθνῄσκω
προαποθρηνέω
προαποικίζομαι
προαποκαθίσταμαι
προαποκάμνω
προαπόκειμαι
προαποκινδυνεύω
προαποκλείω
προαποκληρόομαι
προαποκλύζω
προαποκόπτω
προαποκρίνομαι
προαποκτείνω
προαπολαμβάνω
προαπολαύω
προαπολείπω
προαπολεπίζω
προαπολήγω
προαπολιλνώσκω
προαπόλλυμι
View word page
προαποκλύζω
wash

ShortDef

wash

Debugging

Headword:
προαποκλύζω
Headword (normalized):
προαποκλύζω
Headword (normalized/stripped):
προαποκλυζω
IDX:
72994
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72995
Key:

Data

{'content': 'wash'}