Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προαποζέω
προαποθεραπεύω
προαποθεωρέω
προαποθησαυρίζω
προαποθνῄσκω
προαποθρηνέω
προαποικίζομαι
προαποκαθίσταμαι
προαποκάμνω
προαπόκειμαι
προαποκινδυνεύω
προαποκλείω
προαποκληρόομαι
προαποκλύζω
προαποκόπτω
προαποκρίνομαι
προαποκτείνω
προαπολαμβάνω
προαπολαύω
προαπολείπω
προαπολεπίζω
View word page
προαποκινδυνεύω
risk an engagement first

ShortDef

risk an engagement first

Debugging

Headword:
προαποκινδυνεύω
Headword (normalized):
προαποκινδυνεύω
Headword (normalized/stripped):
προαποκινδυνευω
IDX:
72991
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72992
Key:

Data

{'content': 'risk an engagement first'}