Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προαποδίδωμι
προαποδότης
προαποζέω
προαποθεραπεύω
προαποθεωρέω
προαποθησαυρίζω
προαποθνῄσκω
προαποθρηνέω
προαποικίζομαι
προαποκαθίσταμαι
προαποκάμνω
προαπόκειμαι
προαποκινδυνεύω
προαποκλείω
προαποκληρόομαι
προαποκλύζω
προαποκόπτω
προαποκρίνομαι
προαποκτείνω
προαπολαμβάνω
προαπολαύω
View word page
προαποκάμνω
to grow tired before the end, give up the task

ShortDef

to grow tired before the end, give up the task

Debugging

Headword:
προαποκάμνω
Headword (normalized):
προαποκάμνω
Headword (normalized/stripped):
προαποκαμνω
IDX:
72989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72990
Key:

Data

{'content': 'to grow tired before the end, give up the task'}