Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προαποδείκνυμι
προαποδίδωμι
προαποδότης
προαποζέω
προαποθεραπεύω
προαποθεωρέω
προαποθησαυρίζω
προαποθνῄσκω
προαποθρηνέω
προαποικίζομαι
προαποκαθίσταμαι
προαποκάμνω
προαπόκειμαι
προαποκινδυνεύω
προαποκλείω
προαποκληρόομαι
προαποκλύζω
προαποκόπτω
προαποκρίνομαι
προαποκτείνω
προαπολαμβάνω
View word page
προαποκαθίσταμαι
cease and be cured before

ShortDef

cease and be cured before

Debugging

Headword:
προαποκαθίσταμαι
Headword (normalized):
προαποκαθίσταμαι
Headword (normalized/stripped):
προαποκαθισταμαι
IDX:
72988
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72989
Key:

Data

{'content': 'cease and be cured before'}