Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προαπογράφομαι
προαποδείκνυμι
προαποδίδωμι
προαποδότης
προαποζέω
προαποθεραπεύω
προαποθεωρέω
προαποθησαυρίζω
προαποθνῄσκω
προαποθρηνέω
προαποικίζομαι
προαποκαθίσταμαι
προαποκάμνω
προαπόκειμαι
προαποκινδυνεύω
προαποκλείω
προαποκληρόομαι
προαποκλύζω
προαποκόπτω
προαποκρίνομαι
προαποκτείνω
View word page
προαποικίζομαι
emigrate beforehand

ShortDef

emigrate beforehand

Debugging

Headword:
προαποικίζομαι
Headword (normalized):
προαποικίζομαι
Headword (normalized/stripped):
προαποικιζομαι
IDX:
72987
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72988
Key:

Data

{'content': 'emigrate beforehand'}