Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προαπογλυκαίνω
προαπογράφομαι
προαποδείκνυμι
προαποδίδωμι
προαποδότης
προαποζέω
προαποθεραπεύω
προαποθεωρέω
προαποθησαυρίζω
προαποθνῄσκω
προαποθρηνέω
προαποικίζομαι
προαποκαθίσταμαι
προαποκάμνω
προαπόκειμαι
προαποκινδυνεύω
προαποκλείω
προαποκληρόομαι
προαποκλύζω
προαποκόπτω
προαποκρίνομαι
View word page
προαποθρηνέω
to bewail beforehand

ShortDef

to bewail beforehand

Debugging

Headword:
προαποθρηνέω
Headword (normalized):
προαποθρηνέω
Headword (normalized/stripped):
προαποθρηνεω
IDX:
72986
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72987
Key:

Data

{'content': 'to bewail beforehand'}