Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προαποβάπτω
προαποβρέχω
προαπογεύομαι
προαπογλυκαίνω
προαπογράφομαι
προαποδείκνυμι
προαποδίδωμι
προαποδότης
προαποζέω
προαποθεραπεύω
προαποθεωρέω
προαποθησαυρίζω
προαποθνῄσκω
προαποθρηνέω
προαποικίζομαι
προαποκαθίσταμαι
προαποκάμνω
προαπόκειμαι
προαποκινδυνεύω
προαποκλείω
προαποκληρόομαι
View word page
προαποθεωρέω
consider previously

ShortDef

consider previously

Debugging

Headword:
προαποθεωρέω
Headword (normalized):
προαποθεωρέω
Headword (normalized/stripped):
προαποθεωρεω
IDX:
72983
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72984
Key:

Data

{'content': 'consider previously'}