Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προαποβάλλω
προαποβάπτω
προαποβρέχω
προαπογεύομαι
προαπογλυκαίνω
προαπογράφομαι
προαποδείκνυμι
προαποδίδωμι
προαποδότης
προαποζέω
προαποθεραπεύω
προαποθεωρέω
προαποθησαυρίζω
προαποθνῄσκω
προαποθρηνέω
προαποικίζομαι
προαποκαθίσταμαι
προαποκάμνω
προαπόκειμαι
προαποκινδυνεύω
προαποκλείω
View word page
προαποθεραπεύω
treat first
ShortDef
treat first
Debugging
Headword:
προαποθεραπεύω
Headword (normalized):
προαποθεραπεύω
Headword (normalized/stripped):
προαποθεραπευω
IDX:
72982
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72983
Key:
Data
{'content': 'treat first'}