Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προαπέχω
προαπήχημα
προαπιστέομαι
προαποβάλλω
προαποβάπτω
προαποβρέχω
προαπογεύομαι
προαπογλυκαίνω
προαπογράφομαι
προαποδείκνυμι
προαποδίδωμι
προαποδότης
προαποζέω
προαποθεραπεύω
προαποθεωρέω
προαποθησαυρίζω
προαποθνῄσκω
προαποθρηνέω
προαποικίζομαι
προαποκαθίσταμαι
προαποκάμνω
View word page
προαποδίδωμι
pay in advance

ShortDef

pay in advance

Debugging

Headword:
προαποδίδωμι
Headword (normalized):
προαποδίδωμι
Headword (normalized/stripped):
προαποδιδωμι
IDX:
72979
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72980
Key:

Data

{'content': 'pay in advance'}