Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προαπεῖπον
προαπελαύνω
προαπέρχομαι
προαπεχθάνομαι
προαπέχω
προαπήχημα
προαπιστέομαι
προαποβάλλω
προαποβάπτω
προαποβρέχω
προαπογεύομαι
προαπογλυκαίνω
προαπογράφομαι
προαποδείκνυμι
προαποδίδωμι
προαποδότης
προαποζέω
προαποθεραπεύω
προαποθεωρέω
προαποθησαυρίζω
προαποθνῄσκω
View word page
προαπογεύομαι
taste before

ShortDef

taste before

Debugging

Headword:
προαπογεύομαι
Headword (normalized):
προαπογεύομαι
Headword (normalized/stripped):
προαπογευομαι
IDX:
72975
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72976
Key:

Data

{'content': 'taste before'}