Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προάπειμι
προαπεῖπον
προαπελαύνω
προαπέρχομαι
προαπεχθάνομαι
προαπέχω
προαπήχημα
προαπιστέομαι
προαποβάλλω
προαποβάπτω
προαποβρέχω
προαπογεύομαι
προαπογλυκαίνω
προαπογράφομαι
προαποδείκνυμι
προαποδίδωμι
προαποδότης
προαποζέω
προαποθεραπεύω
προαποθεωρέω
προαποθησαυρίζω
View word page
προαποβρέχω
soak, steep before

ShortDef

soak, steep before

Debugging

Headword:
προαποβρέχω
Headword (normalized):
προαποβρέχω
Headword (normalized/stripped):
προαποβρεχω
IDX:
72974
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72975
Key:

Data

{'content': 'soak, steep before'}