Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προαπαντλέω
προαπαφρίζω
προαπειλέω
προάπειμι
προαπεῖπον
προαπελαύνω
προαπέρχομαι
προαπεχθάνομαι
προαπέχω
προαπήχημα
προαπιστέομαι
προαποβάλλω
προαποβάπτω
προαποβρέχω
προαπογεύομαι
προαπογλυκαίνω
προαπογράφομαι
προαποδείκνυμι
προαποδίδωμι
προαποδότης
προαποζέω
View word page
προαπιστέομαι
to be disbelieved beforehand
ShortDef
to be disbelieved beforehand
Debugging
Headword:
προαπιστέομαι
Headword (normalized):
προαπιστέομαι
Headword (normalized/stripped):
προαπιστεομαι
IDX:
72971
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72972
Key:
Data
{'content': 'to be disbelieved beforehand'}