Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προαπαντάω
προαπάντημα
προαπάντησις
προαπαντλέω
προαπαφρίζω
προαπειλέω
προάπειμι
προαπεῖπον
προαπελαύνω
προαπέρχομαι
προαπεχθάνομαι
προαπέχω
προαπήχημα
προαπιστέομαι
προαποβάλλω
προαποβάπτω
προαποβρέχω
προαπογεύομαι
προαπογλυκαίνω
προαπογράφομαι
προαποδείκνυμι
View word page
προαπεχθάνομαι
to begin hostilities before
ShortDef
to begin hostilities before
Debugging
Headword:
προαπεχθάνομαι
Headword (normalized):
προαπεχθάνομαι
Headword (normalized/stripped):
προαπεχθανομαι
IDX:
72968
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72969
Key:
Data
{'content': 'to begin hostilities before'}