Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προαπαλείφω
προαπαλλάσσω
προαπαμέλγω
προαπαντάω
προαπάντημα
προαπάντησις
προαπαντλέω
προαπαφρίζω
προαπειλέω
προάπειμι
προαπεῖπον
προαπελαύνω
προαπέρχομαι
προαπεχθάνομαι
προαπέχω
προαπήχημα
προαπιστέομαι
προαποβάλλω
προαποβάπτω
προαποβρέχω
προαπογεύομαι
View word page
προαπεῖπον
to give in

ShortDef

to give in

Debugging

Headword:
προαπεῖπον
Headword (normalized):
προαπεῖπον
Headword (normalized/stripped):
προαπειπον
IDX:
72965
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72966
Key:

Data

{'content': 'to give in'}