Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προαπάγω
προαπαίρω
προαπαλείφω
προαπαλλάσσω
προαπαμέλγω
προαπαντάω
προαπάντημα
προαπάντησις
προαπαντλέω
προαπαφρίζω
προαπειλέω
προάπειμι
προαπεῖπον
προαπελαύνω
προαπέρχομαι
προαπεχθάνομαι
προαπέχω
προαπήχημα
προαπιστέομαι
προαποβάλλω
προαποβάπτω
View word page
προαπειλέω
threaten beforehand

ShortDef

threaten beforehand

Debugging

Headword:
προαπειλέω
Headword (normalized):
προαπειλέω
Headword (normalized/stripped):
προαπειλεω
IDX:
72963
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72964
Key:

Data

{'content': 'threaten beforehand'}