Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προαπαγορεύω
προαπάγω
προαπαίρω
προαπαλείφω
προαπαλλάσσω
προαπαμέλγω
προαπαντάω
προαπάντημα
προαπάντησις
προαπαντλέω
προαπαφρίζω
προαπειλέω
προάπειμι
προαπεῖπον
προαπελαύνω
προαπέρχομαι
προαπεχθάνομαι
προαπέχω
προαπήχημα
προαπιστέομαι
προαποβάλλω
View word page
προαπαφρίζω
despumate
ShortDef
despumate
Debugging
Headword:
προαπαφρίζω
Headword (normalized):
προαπαφρίζω
Headword (normalized/stripped):
προαπαφριζω
IDX:
72962
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72963
Key:
Data
{'content': 'despumate'}