Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προανοίγω
προανταναιρέομαι
προανύτω
προανωθέω
προαπαγγέλλω
προαπάγγελμα
προαπαγορεύω
προαπάγω
προαπαίρω
προαπαλείφω
προαπαλλάσσω
προαπαμέλγω
προαπαντάω
προαπάντημα
προαπάντησις
προαπαντλέω
προαπαφρίζω
προαπειλέω
προάπειμι
προαπεῖπον
προαπελαύνω
View word page
προαπαλλάσσω
remove beforehand

ShortDef

remove beforehand

Debugging

Headword:
προαπαλλάσσω
Headword (normalized):
προαπαλλάσσω
Headword (normalized/stripped):
προαπαλλασσω
IDX:
72956
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72957
Key:

Data

{'content': 'remove beforehand'}