Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προαναχώρησις
προαναψηφίζω
προανεγείρω
προανείργω
προανέλκω
προανέρχομαι
προάνεσις
προανευρύνω
προανέχω
προανθέω
προάνθησις
προανίημι
προανίστημι
προανίσχω
προανοίγω
προανταναιρέομαι
προανύτω
προανωθέω
προαπαγγέλλω
προαπάγγελμα
προαπαγορεύω
View word page
προάνθησις
previous or first bloom

ShortDef

previous or first bloom

Debugging

Headword:
προάνθησις
Headword (normalized):
προάνθησις
Headword (normalized/stripped):
προανθησις
IDX:
72942
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72943
Key:

Data

{'content': 'previous or first bloom'}