Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προαναφυράω
προαναφυσάω
προαναφωνέω
προαναφώνημα
προαναφώνησις
προαναφωνητικός
προαναχαλάω
προαναχωρέω
προαναχώρησις
προαναψηφίζω
προανεγείρω
προανείργω
προανέλκω
προανέρχομαι
προάνεσις
προανευρύνω
προανέχω
προανθέω
προάνθησις
προανίημι
προανίστημι
View word page
προανεγείρω
arouse, awaken beforehand

ShortDef

arouse, awaken beforehand

Debugging

Headword:
προανεγείρω
Headword (normalized):
προανεγείρω
Headword (normalized/stripped):
προανεγειρω
IDX:
72934
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72935
Key:

Data

{'content': 'arouse, awaken beforehand'}