Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προανατέλλω
προανατέμνω
προανατίθημι
προανατολή
προανατρέχω
προανατρίβω
προανατυπόω
προαναφαίνω
προαναφέρω
προαναφθέγγομαι
προαναφυράω
προαναφυσάω
προαναφωνέω
προαναφώνημα
προαναφώνησις
προαναφωνητικός
προαναχαλάω
προαναχωρέω
προαναχώρησις
προαναψηφίζω
προανεγείρω
View word page
προαναφυράω
saturate before

ShortDef

saturate before

Debugging

Headword:
προαναφυράω
Headword (normalized):
προαναφυράω
Headword (normalized/stripped):
προαναφυραω
IDX:
72924
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72925
Key:

Data

{'content': 'saturate before'}