Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνεπίκλητος
ἀνεπίκλιτος
ἀνεπίκλυστος
ἀνεπικοινώνητος
ἀνεπικόρριστος
ἀνεπικούρητος
ἀνεπίκριτος
ἀνεπίκρυπτος
ἀνεπικώλυτος
ἀνεπίλειπτος
ἀνεπίληπτος
ἀνεπίληστος
ἀνεπιλόγιστος
ἀνεπίλυτος
ἀνεπιμέλητος
ἀνεπίμικτος
ἀνεπιμιξία
ἀνεπίμομφος
ἀνεπίμονος
ἀνεπινοησία
ἀνεπινόητος
View word page
ἀνεπίληπτος
not open to attack, not censured, blameless

ShortDef

not open to attack, not censured, blameless

Debugging

Headword:
ἀνεπίληπτος
Headword (normalized):
ἀνεπίληπτος
Headword (normalized/stripped):
ανεπιληπτος
IDX:
7291
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7292
Key:

Data

{'content': 'not open to attack, not censured, blameless'}