Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προανασκοπέομαι
προαναστέλλω
προαναστολή
προαναστομόω
προανατάσσω
προανατείνω
προανατέλλω
προανατέμνω
προανατίθημι
προανατολή
προανατρέχω
προανατρίβω
προανατυπόω
προαναφαίνω
προαναφέρω
προαναφθέγγομαι
προαναφυράω
προαναφυσάω
προαναφωνέω
προαναφώνημα
προαναφώνησις
View word page
προανατρέχω
run up in front

ShortDef

run up in front

Debugging

Headword:
προανατρέχω
Headword (normalized):
προανατρέχω
Headword (normalized/stripped):
προανατρεχω
IDX:
72918
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72919
Key:

Data

{'content': 'run up in front'}