Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προαναρρήγνυμι
προαναρτάω
προανασείω
προανασκοπέομαι
προαναστέλλω
προαναστολή
προαναστομόω
προανατάσσω
προανατείνω
προανατέλλω
προανατέμνω
προανατίθημι
προανατολή
προανατρέχω
προανατρίβω
προανατυπόω
προαναφαίνω
προαναφέρω
προαναφθέγγομαι
προαναφυράω
προαναφυσάω
View word page
προανατέμνω
open up, clear first

ShortDef

open up, clear first

Debugging

Headword:
προανατέμνω
Headword (normalized):
προανατέμνω
Headword (normalized/stripped):
προανατεμνω
IDX:
72915
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72916
Key:

Data

{'content': 'open up, clear first'}