Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προαναρπάζω
προαναρρήγνυμι
προαναρτάω
προανασείω
προανασκοπέομαι
προαναστέλλω
προαναστολή
προαναστομόω
προανατάσσω
προανατείνω
προανατέλλω
προανατέμνω
προανατίθημι
προανατολή
προανατρέχω
προανατρίβω
προανατυπόω
προαναφαίνω
προαναφέρω
προαναφθέγγομαι
προαναφυράω
View word page
προανατέλλω
rise before

ShortDef

rise before

Debugging

Headword:
προανατέλλω
Headword (normalized):
προανατέλλω
Headword (normalized/stripped):
προανατελλω
IDX:
72914
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72915
Key:

Data

{'content': 'rise before'}