Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προαναπνέω
προαναπνοή
προαναρπάζω
προαναρρήγνυμι
προαναρτάω
προανασείω
προανασκοπέομαι
προαναστέλλω
προαναστολή
προαναστομόω
προανατάσσω
προανατείνω
προανατέλλω
προανατέμνω
προανατίθημι
προανατολή
προανατρέχω
προανατρίβω
προανατυπόω
προαναφαίνω
προαναφέρω
View word page
προανατάσσω
prefer

ShortDef

prefer

Debugging

Headword:
προανατάσσω
Headword (normalized):
προανατάσσω
Headword (normalized/stripped):
προανατασσω
IDX:
72912
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72913
Key:

Data

{'content': 'prefer'}