Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προαναπληρόω
προαναπνέω
προαναπνοή
προαναρπάζω
προαναρρήγνυμι
προαναρτάω
προανασείω
προανασκοπέομαι
προαναστέλλω
προαναστολή
προαναστομόω
προανατάσσω
προανατείνω
προανατέλλω
προανατέμνω
προανατίθημι
προανατολή
προανατρέχω
προανατρίβω
προανατυπόω
προαναφαίνω
View word page
προαναστομόω
open up first

ShortDef

open up first

Debugging

Headword:
προαναστομόω
Headword (normalized):
προαναστομόω
Headword (normalized/stripped):
προαναστομοω
IDX:
72911
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72912
Key:

Data

{'content': 'open up first'}