Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προαναπλέω
προαναπληρόω
προαναπνέω
προαναπνοή
προαναρπάζω
προαναρρήγνυμι
προαναρτάω
προανασείω
προανασκοπέομαι
προαναστέλλω
προαναστολή
προαναστομόω
προανατάσσω
προανατείνω
προανατέλλω
προανατέμνω
προανατίθημι
προανατολή
προανατρέχω
προανατρίβω
προανατυπόω
View word page
προαναστολή
previous opening out

ShortDef

previous opening out

Debugging

Headword:
προαναστολή
Headword (normalized):
προαναστολή
Headword (normalized/stripped):
προαναστολη
IDX:
72910
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72911
Key:

Data

{'content': 'previous opening out'}