Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προαναπλάσσω
προαναπλέω
προαναπληρόω
προαναπνέω
προαναπνοή
προαναρπάζω
προαναρρήγνυμι
προαναρτάω
προανασείω
προανασκοπέομαι
προαναστέλλω
προαναστολή
προαναστομόω
προανατάσσω
προανατείνω
προανατέλλω
προανατέμνω
προανατίθημι
προανατολή
προανατρέχω
προανατρίβω
View word page
προαναστέλλω
to check beforehand

ShortDef

to check beforehand

Debugging

Headword:
προαναστέλλω
Headword (normalized):
προαναστέλλω
Headword (normalized/stripped):
προαναστελλω
IDX:
72909
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72910
Key:

Data

{'content': 'to check beforehand'}