Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προαναπίπτω
προαναπλάσσω
προαναπλέω
προαναπληρόω
προαναπνέω
προαναπνοή
προαναρπάζω
προαναρρήγνυμι
προαναρτάω
προανασείω
προανασκοπέομαι
προαναστέλλω
προαναστολή
προαναστομόω
προανατάσσω
προανατείνω
προανατέλλω
προανατέμνω
προανατίθημι
προανατολή
προανατρέχω
View word page
προανασκοπέομαι
look at beforehand

ShortDef

look at beforehand

Debugging

Headword:
προανασκοπέομαι
Headword (normalized):
προανασκοπέομαι
Headword (normalized/stripped):
προανασκοπεομαι
IDX:
72908
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72909
Key:

Data

{'content': 'look at beforehand'}