Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προαναπέμπω
προαναπηδάω
προαναπίπτω
προαναπλάσσω
προαναπλέω
προαναπληρόω
προαναπνέω
προαναπνοή
προαναρπάζω
προαναρρήγνυμι
προαναρτάω
προανασείω
προανασκοπέομαι
προαναστέλλω
προαναστολή
προαναστομόω
προανατάσσω
προανατείνω
προανατέλλω
προανατέμνω
προανατίθημι
View word page
προαναρτάω
keep in suspense

ShortDef

keep in suspense

Debugging

Headword:
προαναρτάω
Headword (normalized):
προαναρτάω
Headword (normalized/stripped):
προαναρταω
IDX:
72906
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72907
Key:

Data

{'content': 'keep in suspense'}