Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προαναπαύω
προαναπειράομαι
προαναπέμπω
προαναπηδάω
προαναπίπτω
προαναπλάσσω
προαναπλέω
προαναπληρόω
προαναπνέω
προαναπνοή
προαναρπάζω
προαναρρήγνυμι
προαναρτάω
προανασείω
προανασκοπέομαι
προαναστέλλω
προαναστολή
προαναστομόω
προανατάσσω
προανατείνω
προανατέλλω
View word page
προαναρπάζω
to carry off

ShortDef

to carry off

Debugging

Headword:
προαναρπάζω
Headword (normalized):
προαναρπάζω
Headword (normalized/stripped):
προαναρπαζω
IDX:
72904
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72905
Key:

Data

{'content': 'to carry off'}