Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προαναξηραίνω
προαναπαύω
προαναπειράομαι
προαναπέμπω
προαναπηδάω
προαναπίπτω
προαναπλάσσω
προαναπλέω
προαναπληρόω
προαναπνέω
προαναπνοή
προαναρπάζω
προαναρρήγνυμι
προαναρτάω
προανασείω
προανασκοπέομαι
προαναστέλλω
προαναστολή
προαναστομόω
προανατάσσω
προανατείνω
View word page
προαναπνοή
previous respiration

ShortDef

previous respiration

Debugging

Headword:
προαναπνοή
Headword (normalized):
προαναπνοή
Headword (normalized/stripped):
προαναπνοη
IDX:
72903
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72904
Key:

Data

{'content': 'previous respiration'}