Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προαναξέω
προαναξηραίνω
προαναπαύω
προαναπειράομαι
προαναπέμπω
προαναπηδάω
προαναπίπτω
προαναπλάσσω
προαναπλέω
προαναπληρόω
προαναπνέω
προαναπνοή
προαναρπάζω
προαναρρήγνυμι
προαναρτάω
προανασείω
προανασκοπέομαι
προαναστέλλω
προαναστολή
προαναστομόω
προανατάσσω
View word page
προαναπνέω
exhale before

ShortDef

exhale before

Debugging

Headword:
προαναπνέω
Headword (normalized):
προαναπνέω
Headword (normalized/stripped):
προαναπνεω
IDX:
72902
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72903
Key:

Data

{'content': 'exhale before'}