Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προαναμιμνήσκω
προαναξέω
προαναξηραίνω
προαναπαύω
προαναπειράομαι
προαναπέμπω
προαναπηδάω
προαναπίπτω
προαναπλάσσω
προαναπλέω
προαναπληρόω
προαναπνέω
προαναπνοή
προαναρπάζω
προαναρρήγνυμι
προαναρτάω
προανασείω
προανασκοπέομαι
προαναστέλλω
προαναστολή
προαναστομόω
View word page
προαναπληρόω
fulfil before
ShortDef
fulfil before
Debugging
Headword:
προαναπληρόω
Headword (normalized):
προαναπληρόω
Headword (normalized/stripped):
προαναπληροω
IDX:
72901
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72902
Key:
Data
{'content': 'fulfil before'}