Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγρέω
ἄγρη
ἄγρηθεν
ἀγρηνόν
ἀγριαίνω
ἀγριάνθρωπος
ἀγριάς
ἀγριαχράς
ἀγριάω
ἀγρίδιον
ἀγριελαία
ἀγριελάινος
ἀγριέλαιος
ἀγριεύω
ἀγρίζω
ἀγριμαῖος
ἀγριμέλισσα
ἀγριοαππίδιον
ἀγριοβάλανος
ἀγριόβουλος
ἀγριοδαίτης
View word page
ἀγριελαία
wild olive

ShortDef

wild olive

Debugging

Headword:
ἀγριελαία
Headword (normalized):
ἀγριελαία
Headword (normalized/stripped):
αγριελαια
IDX:
728
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-729
Key:

Data

{'content': 'wild olive'}