Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προαναλογία
προαναλογίζω
προανάλωμα
προαναμαλάσσω
προαναμιμνήσκω
προαναξέω
προαναξηραίνω
προαναπαύω
προαναπειράομαι
προαναπέμπω
προαναπηδάω
προαναπίπτω
προαναπλάσσω
προαναπλέω
προαναπληρόω
προαναπνέω
προαναπνοή
προαναρπάζω
προαναρρήγνυμι
προαναρτάω
προανασείω
View word page
προαναπηδάω
leap up before

ShortDef

leap up before

Debugging

Headword:
προαναπηδάω
Headword (normalized):
προαναπηδάω
Headword (normalized/stripped):
προαναπηδαω
IDX:
72897
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72898
Key:

Data

{'content': 'leap up before'}