Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προαναλείφω
προαναλίσκω
προαναλογία
προαναλογίζω
προανάλωμα
προαναμαλάσσω
προαναμιμνήσκω
προαναξέω
προαναξηραίνω
προαναπαύω
προαναπειράομαι
προαναπέμπω
προαναπηδάω
προαναπίπτω
προαναπλάσσω
προαναπλέω
προαναπληρόω
προαναπνέω
προαναπνοή
προαναρπάζω
προαναρρήγνυμι
View word page
προαναπειράομαι
carry out trial

ShortDef

carry out trial

Debugging

Headword:
προαναπειράομαι
Headword (normalized):
προαναπειράομαι
Headword (normalized/stripped):
προαναπειραομαι
IDX:
72895
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72896
Key:

Data

{'content': 'carry out trial'}