Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προαναλέγω
προαναλείφω
προαναλίσκω
προαναλογία
προαναλογίζω
προανάλωμα
προαναμαλάσσω
προαναμιμνήσκω
προαναξέω
προαναξηραίνω
προαναπαύω
προαναπειράομαι
προαναπέμπω
προαναπηδάω
προαναπίπτω
προαναπλάσσω
προαναπλέω
προαναπληρόω
προαναπνέω
προαναπνοή
προαναρπάζω
View word page
προαναπαύω
prescribe a previous rest

ShortDef

prescribe a previous rest

Debugging

Headword:
προαναπαύω
Headword (normalized):
προαναπαύω
Headword (normalized/stripped):
προαναπαυω
IDX:
72894
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72895
Key:

Data

{'content': 'prescribe a previous rest'}